оторопелый - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

оторопелый - translation to ρωσικά


оторопелый      
разг.
stupéfait
оторопелый вид - air effaré ( или stupéfait)
- Non, certes ! fit l'autre, ébahi.      
- Нет, разумеется! - оторопел маркиз.
ébahi      
{ adj } ({ fém } - ébahie)
изумленный, ошеломленный, оторопелый

Ορισμός

ОТОРОПЕЛЫЙ
растерянный, оторопевший.
О. вид. Смотреть оторопело (нареч.).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για оторопелый
1. Психоанализ, проведенный в "Табакерке", оставляет в тишине зала оторопелый восторг.
2. "Пуля попала в Аснина, который упал, убитый наповал". "Оторопелый Железняков выпустил винтовку", солдаты тут же арестовали его (и еще человек тридцать). Но — помните? — кроме революционных солдат и матросов в Питере были и революционные рабочие!